Εισήλθαμε στο «σωτήριο έτος» 2002 κι ολόκληρη η ελληνική κοινωνία -ηθελημένα ή αθέλητα- εξακολουθεί να «λούζεται τόνους τηλεοπτικών σκουπιδιών», ενώ τα συνεργεία καθαριότητος των Δήμων της χώρας δηλώνουν πλήρη αδυναμίανα αδειάσουν τους «τηλεοπτικούς σκουπιδοτενεκέδες» των δελτίων ειδήσεων, του «μεγάλου αδελφού», των «σκουριασμένων κρίκων», της «άγριας ζούγκλας», των «πρωινών και μεσημβρινών αποβλήτων των κρεοπωλείων».
Οι ευρηματικοί επιχειρηματίες της τηλεόρασης του «μίζερου αδελφού», για να κερδοσκοπήσουν προσφέρουν σε 12 παίκτες δημοσιότητα και στο νικητή το έπαθλο των 50.000.000 δραχμών, εξαγοράζοντας έτσι την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους και ποδοπατώντας κάθε έννοια ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Δώδεκα άνθρωποι, νέα παιδιά, που δεν έχουν κάνει τίποτε άξιο λόγου στη ζωή τους ή κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους στην τηλεοπτική φυλακή ύψιστης κερδοσκοπίας.
Ένα άλλο τηλεοπτικό παιχνίδι «ο πιο αδύναμος και σκουριασμένος κρίκος» ενόχλησε ακόμα περισσότερο, γιατί εκεί βλέπουμε αυτό που κυριαρχεί στις σύγχρονες κοινωνίες, το οποίο ο καθένας συναντά παντού: στους χώρους εργασίας, στα Πανεπιστήμια, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, στον κρατικό μηχανισμό, παντού στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. ΠΑΝΤΟΥ ΑΝΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ. Σ' αυτό το σκουπίδι του «μεγάλου καναλιού» οι παίκτες - όρθιοι και σε εγρήγορση πάντα - αποφασίζουν στο «τσακ» ποιον θα αποβάλουν, ποια θα διώξουν και ενώ στην αρχή αποβάλλεται αυτός, που δεν προσφέρει στην «ομάδα», μόλις συγκεντρωθεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, οι παίκτες προτείνουν να «λιώσουν τον πιο δυνατό κρίκο». Όσο χρόνο οι παίκτες λειτουργούν ως ομάδα, εκμεταλλεύονται τους ισχυρούς παίκτες, για να αυξηθεί το χρηματικό ποσό που θα κερδηθεί. Στη συνέχεια το παιχνίδι μετατρέπεται σε ατομικό και αυτόματα οι «αδύναμοι κρίκοι» συνεργάζονται για να χτυπήσουν τους «ισχυρούς κρίκους» μέχρι να παραμείνουν δυο αδύναμοι παίχτες. Ο «πιο αδύναμος και σκουριασμένος κρίκος κερδίζει». Ακόμη ένα προβεβλημένο φασιστικό πρότυπο για την ελληνική κοινωνία, που έχει αναγάγει την ΑΝΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ σε θεσμό κοινωνικής διαπαιδαγώγησης.
Ταυτόχρονα όμως στα τεράστια συγκροτήματα των εργοστασίων και των τηλεοπτικών σταθμών, στρατιές κακοπληρωμένων εργατοϋπαλλήλων, εργάζονται ασταμάτητα, δίχως διακοπές και καθυστερήσεις, για να παράγουν και να καλύψουν τις καταναλωτικές ανάγκες. Κάθε εργαζόμενος υποβιβάζεται σ' ένα πολύ μικρό εξάρτημα αυτών των κολοσσιαίων μηχανισμών. Μέσα σε μια τέτοια οργάνωση της παραγωγής, άνθρωποι ελέγχονται και χειραγωγούνται.
Στην κατανάλωση το ίδιο, διαφήμιση και χειραγώγηση. Κι ας νομίζουν πολλοί άνθρωποι, ότι έχουν περιθώρια ελεύθερων επιλογών. Η κατανάλωση είτε αναφέρεται στα τηλεοπτικά προγράμματα, ή στα τρόφιμα, ή στο ρουχισμό, ή στα τσιγάρα και το αλκοόλ, παντού βρίσκεται σε κίνηση ένας παραπειστικός μηχανισμός, που έχει ως μοναδικό σκοπό: να προσανατολίζει τις ανάγκες των ανθρώπων, για να συσσωρεύονται μεγαλύτερα κέρδη. Έτσι ο άνθρωπος παραμένει ένα «αιώνιο βρέφος» που έχει ως βασική επιθυμία την κατανάλωση περισσοτέρων και πιο βελτιωμένων προϊόντων.
Ζούμε σε κοινωνικά, πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, που θέλουν τους ανθρώπους να ακολουθούν τα κελεύσματα τους δίχως αντιρρήσεις. Ανθρώπους με τυποποιημένα γούστα και που οι ανάγκες τους μπορούν να υπολογιστούν εκ των προτέρων. Πολλοί από αυτούς πιστεύουν, πως ζουν ελεύθερα κι είναι ανεξάρτητοι, ενώ ταυτόχρονα εκτελούν πειθήνια και άκριτα ΟΛΑ όσα τους επιβάλλουν αυτοί που ασκούν οποιαδήποτε μορφή ελεγχόμενης ή ανεξέλεγκτης εξουσίας. Άγονται και φέρονται δίχως προσανατολισμούς, στόχους, διεκδικήσεις, γιατί ριζώθηκε μέσα τους η πεποίθηση, ότι «τα πάντα είναι καλά καμωμένα» ή τους συνοδεύει μια μίζερη αντίληψη που λέει: «όλοι ίδιοι είναι, τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, εμένα τι με νοιάζει;».
Η απροκάλυπτη εξουσία μεταμορφώθηκε σε συγκεκαλυμμένη εξουσία της υποβολής και του πειθαναγκασμού κι όταν δεν πείθει χρησιμοποιεί άπειρες μορφές καταναγκασμού. Παρακάμπτοντας έτσι τις ηθικές αναστολές και τη συνείδηση των ανθρώπων, τους αποσπά τη συγκατάθεση.
Σήμερα το Υπουργείο Παιδείας, παραμερίζοντας τη φιλοσοφία της ανθρωπιστικής, δημοκρατικής κι αντιαυταρχικής αγωγής, εισάγει την αγωγή της πειθούς και του συγκεκαλυμμένου καταναγκασμού εις βάρος των παιδιών, των εκπαιδευτικών και των γονέων μέσα από δύο νομοθετήματα που αφορούν: α) «Την οργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» και β) «Τον αναπροσδιορισμό των προσόντων και κριτηρίων επιλογής των στελεχών Π.Ε. και Δ.Ε. και τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής αυτών.